- ντοβλέτι
- και δοβλέτι, το(ιδίως για την Τουρκία) κράτος, κυβέρνηση, επικράτεια («αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. devlet].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντοβλέτι — το (λ. τουρκ.), το κράτος, η επικράτεια, η κυβέρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
δεβλέτι — το το δοβλέτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ντοβλέτι] … Dictionary of Greek
δοβλέτι — και ντοβλέτι και δουβλέτ, το 1. δυναστεία 2. κυβέρνηση, κράτος 3. φρ. «πάει με το δοβλέτι» πάει με το μέρος τού πιο ισχυρού κάθε φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. devlet «κράτος»] … Dictionary of Greek
ντοβλετισμός — ο πολιτικό σύστημα κατά το οποίο ανήκει κανείς πάντα στο κυβερνών κόμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντοβλέτι «κράτος, κυβέρνηση» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek